Στις λέξεις που συντίθενται από επίθετο και ουσιαστικό ή από δύο ουσιαστικά, τι γίνεται ο τόνος; Δυσκολεύομαι να εντοπίσω τον κανόνα. Από τη μια υπάρχουν πολλά παραδείγματα που δείχνουν ότι ο τόνος πάει όσο πιο νωρίς γίνεται. Π.χ.
βύσσινο + κήπος --> βυσσινόκηπος
νερό + φίδι --> νερόφιδο
παλιό + παιδί --> παλιόπαιδο
ποντικός + τρύπα --> ποντικότρυπα
οδόντας + ιατρός --> οδοντίατρος (αλλά και οδόντας + γιατρός --> οδοντογιατρός)
Από την άλλη, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου το πιο πάνω δεν ισχύει και ο τόνος παραμένει ως έχει στο δεύτερο συνθετικό, π.χ.
καρδία + χειρούργος (ή χειρουργός) --> καρδιοχειρούργος (ή καρδιοχειρουργός)
νταρντάνα + γυναίκα --> νταρντανογυναίκα
άνδρας + παρέα --> ανδροπαρέα
Και μια τρίτη κατηγορία: ο τόνος πέφτει, αλλά όχι στην προπαραλήγουσα:
παπάς + παιδί --> παπαδοπαίδι
Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω πώς καθορίζεται ο τόνος. Και τι γίνεται με το λεμονόδασος; Μήπως τελικά είναι λεμονοδάσος; Ή και τα δύο; (Πάντως χρησιμοποιούνται και τα δυο.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου